- ξιφομαχώ
- (ε) αμετ.1) фехтовать; 2) драться на шпагах, на рапирах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξιφομαχώ — ξιφομαχώ, ξιφομάχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξιφομαχώ — έω [ξιφομάχος] 1. μάχομαι με ξίφος 2. ασκούμαι στην ξιφομαχία … Dictionary of Greek
ξιφομαχώ — ξιφομάχησα, μάχομαι με το ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς … Dictionary of Greek
διαξιφίζομαι — διαξιφίστηκα 1. ξιφομαχώ. 2. μτφ., συγκρούομαι με κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)